- παραφίνη
- Μείγμα υδρογονανθράκων, γενικά αλαφατικών, που περιέχουν 20-40 άτομα άνθρακα. Το όνομά τους οφείλεται στην ελλιπή χημική δραστικότητά τους, που εκφράστηκε με το λατινικό όρο parum afflnis (ολίγη συγγένεια). Επειδή πρόκειται για μείγμα, η π. δεν έχει σαφώς καθορισμένο χημικό τύπο· απομονώθηκε για πρώτη φορά από το πετρέλαιο, στις αρχές του περασμένου αιώνα, από τον Φουκς, και χρησιμοποιήθηκε σε βιομηχανική κλίμακα εξήντα χρόνια αργότερα. Είναι ουσία λευκή, στερεή σε κανονική θερμοκρασία, άγευστη και άοσμη, αδιάλυτη στο νερό και στα ανόργανα οξέα, λίγο διαλυτή στην αλκοόλη, εύκολα διαλυτή στον αιθέρα και στον διθειούχο άνθρακα.
Προέρχεται από το πετρέλαιο, όταν το ψύξουμε σε χαμηλή θερμοκρασία και όταν κρυσταλλώσουμε τα κλάσματα που έχουν υψηλό σημείο βρασμού, τα οποία περιέχουν το έλαιο της παραφίνης. Εξάγεται επίσης από το κατράμι, από τα ελαιώδη μέρη των βιτουμινιούχων σχιστολίθων και από τα υπολείμματα της απόσταξης του πετρελαίου. Η π. είναι το συστατικό του ορυκτού κηρού (ή οξοκηρίτη). Xρησιμοποιείται στην κατασκευή κεριών, φωσφορούχων σπίρτων και φαρμακευτικών προϊόντων· χρησιμοποιείται επίσης στην ηλεκτροτεχνία, ως μονωτικό, στη γαλβανοπλαστική, και ως λιπαντικό. Η μέγιστη παραγωγή πραγματοποιείται στις Ην. Πολιτείες.
παραφινέλαιο. Μείγμα στερεής παραφίνης με ορυκτέλαια υψηλού ιξώδους. Εξάγεται από την αποπαραφινοποίηση των λιπαντικών που προορίζονται για τα αεροπλάνα, και χρησιμοποιείται για την παρασκευή αλοιφών, τεχνικής βαζελίνης, καλλωπιστικών αλοιφών κ.ά.
* * *ηχημ. άχρωμος ή λευκός, ελαφρώς διαφώτιστος κηρός που αποτελείται από μίγμα στερεών υδρογονανθράκων ευθύγραμμης αλύσεως, παράγεται από το πετρέλαιο με αποπαραφίνωση ελαφρών λιπαντικών ελαίων και χρησιμοποιείται για την παραγωγή κεριών, κηρόχαρτου, στιλβωτικών υλικών, καλλυντικών, ηλεκτρικών μονωτήρων, ως βάση φαρμακευτικών αλοιφών και ως υγρομονωτικο επίχρισμα ξύλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. paraffine < λατ. parum «λίγο» + affinis «συγγενής», με την έννοια ότι η παραφίνη δεν έχει μεγάλη συγγένεια με τα άλλα χημικά στοιχεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].
Dictionary of Greek. 2013.